- δερμηστής
- δερμηστής (A
-ιστής Hsch.
), οῦ, ὁ, ([etym.] δέρμα, ἔδω) worm which eats skin or leather, S.Fr.449, Lys.Fr.104S., Aristid.Mil.29; = ὄφις, Aristarch. ap.Harp.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ιστής Hsch.
), οῦ, ὁ, ([etym.] δέρμα, ἔδω) worm which eats skin or leather, S.Fr.449, Lys.Fr.104S., Aristid.Mil.29; = ὄφις, Aristarch. ap.Harp.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δερμηστής — worm which eats skin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμηστής — (dermistes).Κολεόπτερο έντομο που ανήκει στην οικογένεια των δερμηστιδών, η οποία αριθμεί 50 είδη. Ο δ. θεωρείται βλαβερό ζώο, γιατί καταστρέφει δέρματα, γουναρικά κλπ. Ο δ. ο λαρδόφιλος έχει μήκος 7 8 χιλιοστά και τρέφεται κυρίως με πτώματα και… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δερμέστης — ο βλ. δερμηστής … Dictionary of Greek
σακοδερμηστής — και σακοδερμίτης και, κατά τον Ησύχ., σακοδερμιστής, ὁ, Α (ποιητ. τ.) πιθ. (για σκώληκα) αυτός που κατατρώγει το δέρμα τών ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος (ΙΙ) «είδος ασπίδας» + δερμηστής / δερμιστής «έντομο που τρώει το δέρμα»] … Dictionary of Greek